Η Νύχτα των Μαγισσών

("Night of the Witches")

Profile

Click on image to enlarge

"DeepFake of Little Witch(img1) by 'Reface app'"

Πολλά τα λόγια που ‘παμε –πολλά τα παραμύθια/ Μπορεί να μοιάζουν ψεύτικα –μα κρύβουνε αλήθεια/ Ίσως και να τα ξέρετε της φαντασίας γέννα/ Χρόνων σοφία κρύβουνε, κι όνειρα ξεχασμένα/ Πολλά τα λόγια που θα πω –μα αντί για παραμύθι/ Λέω έναν μύθο να σας πω, που ίσως να ‘χει γίνει/

Ήταν μια κόρη μια φορά –άξια και προκομμένη/ Είχε και ζηλευτή ομορφιά –μα ‘ταν φτωχή η καημένη/ Για να κερδίσει το ψωμί, δούλευε στα παλάτια/ Σφουγγάριζε πατώματα, σκάλες και σκαλοπάτια/ Ήταν ένας γέρος βασιλιάς –καιρό χωρίς γυναίκα/ Η ρήγισσα επέθανε –κοντεύαν χρόνοι δέκα/ Μια μέρα εσκεφτότανε, στον θρόνο τον χρυσό του/ Πώς θα ‘τανε να ‘χε ξανά, γυναίκα στο πλευρό του/

Έτσι χαμένος ήτανε μεσ’ στον συλλογισμό του/ Πετιέται, βλέπει ξαφνικά την κοπελιά εμπρός του/ Αυτήν εδώ την κοπελιά –πείτε μου ποιός γνωρίζει/ Ποιός άνεμος την έφερε εδώ να καθαρίζει/ Τούτη εδώ θα έπρεπε –ντυμένη στα μετάξια/ Όχι να καθαρίζει εδώ σκάλες και σκαλοπάτια/ Λούστε την και στολίστε την –και πείτε της το βράδυ/ Στην καμάρα μου να ερθεί για να της βάλει τάξη/

Κάλιο να φάω την ζωή δούλα μεσ’ στο παλάτι/ Παρά να πέσω η δύστυχη στου γέρου το κρεβάτι/ Φεγγάρι μου παρακαλώ –ανάγκη να συντρέξεις/ Για να γλυτώσω η δύστυχη του γέρου τις ορέξεις/ Αν αρνηθώ στην κάμαρα του βασιλιά να πάω/ Ίσως να βγάλει διαταγή –ξύλο πολύ να φάω/ Αν αρνηθώ, ίσως πολύ –να αστράψει, να βροντήξει/ Την κεφαλή απ’ τους ώμους μου να μου τηνε χωρίσει/ Φεγγάρι, καθοδήγηση –βοήθεια σου ζητάω/ Είμαι σε θέση δύσκολη –δείξε μου τι να κάνω/

Στου βασιλιά την κάμαρα –πάρε μαζί την σκούπα/ Και μην ξεχνάς ούτε στιγμή τα λόγια που σου είπα/ Όταν σε βρουν τα δύσκολα, και άμα κινδυνέψεις/ Κάνε την σκούπα όπλο σου –στου γέρου τις ορέξεις/

Πάει η κοπελιά στην κάμαρα –στου βασιλιά το δώμα/ Τον βλέπει που ‘ταν καθιστός στου κρεβατιού το στρώμα/ Ρήγα κι αφέντη βασιλιά, ήρθα για να σκουπίσω/ Της κάμαρας το πάτωμα, ήρθα να σφουγγαρίσω/

Παράτα το συγύρισμα και άσε την δουλειά σου/ Όλο τον κόσμο χάρισμα δίνω για την χαρά σου/ Ούτε και θα το αρνηθώ –πως άλλα έχω στον νου μου/ Έλα και κάτσε δίπλα μου, στολίδι του σπιτιού μου/

Μην μου θυμώσεις βασιλιά –ήρθα να συγυρίσω/ Να κάνω το καθήκον μου και πίσω να γυρίσω/ Και ρήγισσα να μ’ έκανες –που το ‘βρηκες γραμμένο/ Έκτος απ’ το σφουγγάρισμα, και τούτο να υπομένω;/

Άμα μαζί μου ενωθείς –δεν ξαναπιάνεις σκούπα/ Και μην ξεχνάς ούτε στιγμή τα λόγια μου ετούτα/

Συγχώρεσε με βασιλιά –δίπλα σου δεν θα κάτσω/ Και τούτα που μου φόρεσες θα πάω να τ’ αλλάξω/ Καλύτερα με τα παλιά –τα μαύρα, τα σκισμένα/ Παρά όπως με στόλισες, δεν μου ταιριάζει εμένα/ Και ρήγισσα να μ’ έκανες, τούτο δεν το υπομένω/ Τέτοιο βάρος η μοίρα μου, μου ‘χει τάχα δοσμένο;/

Ορίζω εφτά βασίλεια στον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη/ Μόνο το ναι για απάντηση να δέχομαι έχω μάθει/ Ο κόσμος όλος σαν περνώ σκύβει την κεφαλή του/ Ποιά είσαι που αντιστέκεσαι έτσι στην πρόσκλησή μου;/ Με το καλό ή το στανιό –θα γίνει το δικό μου/ Γιατί θαρρείς σε κάλεσα ‘δω στο δωματιό μου;/

Κάτσε στο στρώμα βασιλιά –και μην με πλησιάζεις/ Εφτά βασίλεια κυβερνάς –μα δεν μ’ εξουσιάζεις/ Δεν είσαι πια μικρό παιδί, να γίνει το δικό σου/ Και φεύγω τώρα αυτοστιγμή απ’ το δωματιό σου/

Άλλη δεν έχει έξοδο να βγεις από το δώμα/ Εκτός κι αν πέσεις να δεχτείς του κρεβατιού το στρώμα/ Η πόρτα ανοίγει μοναχά με την διαταγή μου/ Εκτός κι αν θες την νιότη σου να φας στην φυλακή μου/ Άφησε πια τα πείσματα –δέξου τ’ αγκαλιασμά μου/ Κι αύριο θα ‘σαι γυναίκα μου, δίπλα μου, ρηγισσά μου/

Κάτσε στο στρώμα βασιλιά –και μην με πλησιάζεις/ Μ’ όλα του κόσμου τ’ ακριβά –δεν μ’ εντυπωσιάζεις/ Και δώσε την διαταγή η πόρτα να ανοίξει/ Έχω κι εγώ τα όπλα μου –κι ας μην στα έχω δείξει/

Ο βασιλιάς την άκουσε χωρίς να την πιστέψει/ Ποιά να είναι τα όπλα της, και προς τα πού να τρέξει;/ Πηγαίνει προς το μέρος της, στης κάμαρας την άκρη/ Την βλέπει να κρατά σφιχτά της σκούπας το κοντάρι/ Κι απλώνει τις χερούκλες του –κάνει να την αγγίξει/ Αν είχε όπλα ν’ αμυνθεί –τώρα θα τα ‘χε δείξει/ Και τότε τρώει στην κεφαλή απάνω του την σκούπα/ Σαστίζει, και η κόρη λέει –«Θαρρείς πως δεν σου το ‘πα;»/

Για τούτο εδώ που τόλμησες, φωνάζω την φρουρά μου/ Στην φυλακή θα ξοδευτούν τα νιάτα κι η ομορφιά σου/ Όμως και μέσα στο κελί –θα γίνει το δικό μου/ Γιατί εγώ είμαι βασιλιάς –κι εσύ το δουλικό μου/

Μην το ελπίζεις βασιλιά πως τώρα με φοβίζεις/ Παράθυρο έχει η κάμαρα, που ξέχασες να κλείσεις/ Είναι ψηλό, είναι φαρδύ, και βλέπω το φεγγάρι/ Τα άστρα και τον ουρανό, κι εμένα με χωράει/ Και σκύβει προς την σκούπα της, τα λόγια –της προφέρει/ Την καβαλάει, υψώνεται, προς το φεγγάρι οδεύει/ Λίγο πριν εξαφανιστεί στον βασιλιά φωνάζει/ Να χαίρονται οι χώρες σου ‘κεινον που τις διατάζει/

Και πέρασε καιρός πολύς –και πάλιωσε η ιστορία/ Και τ’ όνομά της πουθενά γραμμένο στα βιβλία/

Λένε πως πρώτη ήτανε που πήγε στο φεγγάρι/ Και πήρανε κι άλλες πολλές τον δρόμο που ‘χε πάρει/ Μάγισσες, κι άλλα ονόματα έχει ο λαός δοσμένα/ Μα ‘κεινες ‘ζησαν δύσκολα, σε χρόνια περασμένα/ Ήτανε νέες και γριές, οι ορφανές και οι χήρες/ Άσχημες ήταν –όμορφες, ήταν και κακομοίρες/ Και πέρασε πολύς καιρός –ξεχάστηκε η αλήθεια/ Πως όλες ήταν μόνες τους χωρίς καμιά βοήθεια/ Και δεν βρισκότανε άνθρωπος –το μέρος τους να πάρει/ Να τις γλυτώσει απ’ τ’ άδικο, μονάχα το φεγγάρι/

copyright©: [mariavarg –Maria Vargiakaki -Μαρία Βαργιακάκη]